- ασύστατος
- και -σταγος, -η, -ο (AM ἀσύστατος, -ον) [συνίστημι]νεοελλ.1. αυτός που δεν έχει σοβαρότητα, αστήριχτος, αβάσιμος2. αυτός που δεν έχει φιλική σύσταση εκ μέρους κάποιου φίλου ή γνωρίμου3. άστατος, ανερμάτιστοςαρχ.1. αυτός που δεν έχει συνοχή ή συνεκτικότητα, χαλαρός2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἀσύστατονέλλειψη συνοχής3. ασυνεπής, ανακόλουθος, ακατάστατος4. αυτός που δεν μπορεί να έχει υπόσταση ή ύπαρξη5. αυτός που δεν ξανάγινε, αφόρητος, φοβερός6. συγκεχυμένος.
Dictionary of Greek. 2013.